- καλοεργός
- ο (Μ καλοεργός)νεοελλ.το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρομσν.αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός, κακο-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοεργός — well doing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek